Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2022

Ευφροσύνη Διολή : Catfishing ή αλλιώς «το δόλωμα»

Διαβάζοντας μια μελέτη για τον αρνητικό αντίκτυπο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε ατομικό, κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο, διέκρινα τον όρο «catfishing», στα ελληνικά «δόλωμα», ο οποίος μου κίνησε την περιέργεια να ψάξω περισσότερες πληροφορίες για αυτόν. Σύμφωνα λοιπόν, με το άρθρο της Hayley Peterson, ως catfishing ορίζεται το φαινόμενο κατά το οποίο απατεώνες του ίντερνετ, κατασκευάζουν ψεύτικες διαδικτυακές ταυτότητες και κοινωνικούς κύκλους, προκειμένου να εξαπατήσουν άλλους χρήστες με απώτερο σκοπό να δημιουργήσουν ερωτικές σχέσεις μαζί τους. Στη συνέχεια δε του άρθρου, αποκαλύπτεται πως οι έχοντες πολλαπλές διαδικτυακές προσωπικότητες είναι περισσότεροι από όσους νομίζουμε.

Με μια πρώτη ματιά στο άρθρο, ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται από το γεγονός και τείνει να συμπάσχει με το θύμα που εξαπατήθηκε. Μερικοί από αυτούς μάλιστα, ενδέχεται να ταυτιστούν με το θύμα, καθώς ανακαλούν μνήμες από δικές του εμπειρίες κατά τις οποίες έτρεφαν φρούδες ελπίδες για μια σχέση που απέτυχε ή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ή και άλλες δυσμενείς καταστάσεις που έχουν βιώσει στην ερωτική τους ζωή. Κρατώντας συμπονετική στάση απέναντι στο θύμα, αισθάνονται θυμό και οργή για τον θύτη, τον κατηγορούν για τη δολοπλοκία που μηχανεύτηκε και ξεσπούν τα συσσωρευμένα αυτά συναισθήματα στον «κακό» της υπόθεσης. Έχει άραγε δει κάποιος από αυτούς την άλλη όψη του νομίσματος, αναρωτήθηκε τι κρύβεται πίσω από το προσωπείο του «δράστη»;

Σύμφωνα με τους ειδικούς ψυχικής υγείας, ο άνθρωπος εν δυνάμει επιλέγει πάντα το καλό σε υλικά και πνευματικά αγαθά. Συνεπώς ο θύτης, θεωρώντας υποδεέστερο τον εαυτό του και ανίκανο να καταστεί ερωτεύσιμος από ένα άλλο άτομο, επιλέγει να χτίσει μια εικόνα του ιδανικού του εαυτού και να πορευθεί με αυτήν στην αναζήτηση του επιθυμητού συντρόφου. Η ανασφάλειά του, η οποία μπορεί να πηγάζει από ατέλειες στην εξωτερική του εμφάνιση, αίσθημα αμηχανίας ή ντροπής, όταν επιχειρεί να προσεγγίσει κάποιον εκ του σύνεγγυς, ή ακόμα και μη παραδοχή του σεξουαλικού του προσανατολισμού, τον κάνει να αναζητά την προστασία που προσφέρει η ανωνυμία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Έτσι, δημιουργεί έναν φαντασιακό κόσμο και μια ψευδαίσθηση αληθινής σχέσης, με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες του για επικοινωνία, ανταλλαγή συναισθημάτων και συντροφικότητας, προσφέροντας τα αντίστοιχα σε κάποιον ανυποψίαστο χρήστη, ο οποίος ελπίζει στη μεταφορά της διαδικτυακής σχέσης στην πραγματικότητά της καθημερινής του ζωής. 

Έχοντας λάβει υπόψη τις παραπάνω παραμέτρους, οφείλουμε να προβληματιστούμε για τις διαδικτυακές και μη γνωριμίες μας, αλλά κυρίως για τη σχέση μας με τον εαυτό μας. Ένας εύκολος τρόπος αξιολόγησης της τελευταίας είναι να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να αναρωτηθούμε πώς αισθανόμαστε βλέποντας την αντανάκλασή μας. Η πρώτη μας σκέψη είναι ενδεικτική του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και του επιπέδου αυτοπεποίθησης που έχουμε. Το επόμενο βήμα συνίσταται στην καταγραφή των προτερημάτων και των ελαττωμάτων μας, η οποία θα αυξήσει το βαθμό αυτογνωσίας μας. Έχοντας έτοιμη την παραπάνω λίστα, θα σημειώσουμε τα χαρακτηριστικά για τα οποία είμαστε ικανοποιημένοι και αυτά, τα οποία θα θέλαμε να βελτιώσουμε. Σε αυτό το σημείο, μπορούμε να μηχανευτούμε διάφορους τρόπους για πραγμάτωση όσων έχουμε στοχεύσει ή να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό coach ή ψυχολόγο, ο οποίος θα αποτελέσει συνοδοιπόρο στο ταξίδι μας προς την αυτοβελτίωση.

Εν κατακλείδι, είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι αναζητούμε πάντοτε την τελειότητα και αυτή είναι μια από τις αιτίες που δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε και να αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Στην πραγματικότητα όμως, η τελειότητα είναι υπερεκτιμημένη και κυνηγώντας την, σπαταλούμε άδικα χρόνο και ενέργεια, ξεχνάμε να «βιώνουμε» την κάθε στιγμή όπως της αρμόζει και καταλήγουμε να χάσουμε ένα σημαντικό κομμάτι του «εγώ» μας, προσποιούμενοι έναν Υπεράνθρωπο. Αντίθετα, μέσα από την αναζήτηση της ατομικής μας αλήθειας και την αποδοχή της μοναδικότητάς μας μπορούμε να επιτύχουμε την αρμονία στη ζωή μας.